- τετράμνους,
- τετρά-μνους, u. τετρα-μναῖος, von vier Minen, vier Minen schwer od. wert
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
τετράμνους — ουν, Α αυτός που έχει βάρος ή αξία τεσσάρων μνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + μνους (< μνᾶ), πρβλ. πεντά μνους] … Dictionary of Greek
τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… … Dictionary of Greek
τετραμναίος — αία, ον, Α τετράμνους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + μναῖος (< μνᾶ), πρβλ. πεντα μναῖος] … Dictionary of Greek